Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠκυλόχεια — giving a quick birth fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωκυλόχεια — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτή που επιταχύνει, που διευκολύνει τον τοκετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + λοχεία «τοκετός»] … Dictionary of Greek